Δέν εἶδα ποτέ τήν μητέρα μου νά λυγάει, νά γονατίζει.
Ἀκόμη κι ὅταν στενοχωριόταν, ἀκόμη κι ὅταν ἔκλαιγε.
Εἶχε ἕνα πεῖσμα, μιά
σιγουριά, μιά δύναμη ἀλύγιστη.
Αὐτή εἶχε τό δίκιο πάντα. Αὐτό πίστευε κι αὐτό μᾶς ἔκανε νά πιστεύουμε. Ἔπρεπε νά μᾶς βάζει σέ σειρά, νά ἔχει τό κουμάντο τῆς φαμίλιας της στή φούχτα της, νά μήν ξεφεύγει τίποτε.
Αὐτή εἶχε τό δίκιο πάντα. Αὐτό πίστευε κι αὐτό μᾶς ἔκανε νά πιστεύουμε. Ἔπρεπε νά μᾶς βάζει σέ σειρά, νά ἔχει τό κουμάντο τῆς φαμίλιας της στή φούχτα της, νά μήν ξεφεύγει τίποτε.
Δουλειά ἔξω ἀπό τό σπίτι, τρία παιδιά, σύζυγος, γιαγιά καί
παππούς. Ὅλοι καί ὅλα λειτουργοῦσαν κάτω ἀπ΄ τό βλέμμα της, μέσα στήν ἀγάπη της. Τά ἤξερε ὅλα.
Τά μάθαινε ὅλα. Ἦταν ἐκεῖ παροῦσα, δυνατή καί ἀνίκητη.
Τά μάθαινε ὅλα. Ἦταν ἐκεῖ παροῦσα, δυνατή καί ἀνίκητη.
Ἔδινε τήν καρδιά της, ἔδινε τήν ψυχή της. Σ’ ὅλους μας.
Δέν κρατοῦσε γιά τήν ἴδια παρά τά γλυκά μας λόγια καί τίς ἀγκαλιές.
Κι ἦταν ἡ λέξη ἡ πρώτη πού λέγαμε μόλις μπαίναμε στό σπιτικό: Μαμά!
Δέν κρατοῦσε γιά τήν ἴδια παρά τά γλυκά μας λόγια καί τίς ἀγκαλιές.
Κι ἦταν ἡ λέξη ἡ πρώτη πού λέγαμε μόλις μπαίναμε στό σπιτικό: Μαμά!
Σταυρίνα Λαμπαδάρη
φωτογραφία: Guillermo Peña.